-
1 ἀποδιδράσκω
ἀποδῐδράσκω, [dialect] Ion. [suff] ἀποδια-ήσκω, [tense] fut. -δράσομαι, [dialect] Ion. - δρήσομαι: [tense] pf.A , Phld.Rh.1.199 S.: [tense] aor. ἀπέδραν, [dialect] Ion. -έδρην, opt.ἀποδραίην Thgn.927
, imper.ἀπόδρᾱθι Ph.1.90
, inf. ἀποδρᾶναι, [dialect] Ion. -δρῆναι, part. ἀποδράς—the only form found in Hom.; the other tenses in Hdt., etc., [tense] pf. part.ἀποδεδρακότες X.An.6.4.8
:—run away, escape or flee from, esp. by stealth, Hom. (never in Il.),ἐκ νηὸς ἀποδράς Od.16.65
;νηὸς ἀ. 17.516
;ἀ. ἐκ τῆς Σάμου Hdt.3.148
;ἐς Σάμον 4.43
;ἐπὶ θάλασσαν 6.2
;ἀποδρᾶσα ᾤχετο And.1.125
, cf. 4.17, Ar.Ec. 196, Pl.Tht. 203d; of runaway slaves, X.An.1.4.8 (ἀποδρᾶναι τὸ ἀναχωρήσαντά τινα εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν, ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι Ammon.p.19 V.);σώματα ἀποδράντα IG22.584
; of soldiers, desert, X.An.5.6.34; ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι attempting to escape not to be able to escape, Pl.Prt. 317a, cf. 310c.2 c. acc., flee, shun, Hdt.2.182, Ar. Pax 234, etc.;ἀπέδρασαν αὐτόν Th.1.128
; evade, ;οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν D.21.165
; ὅτε.. τὸ σὸν ὄμμ' ἀπέδραν (poet. for ἀπέδρασαν) S.Aj. 167.—Rare in Trag. (Cf. Skt. δρᾱτι 'run'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιδράσκω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский